ποιητρόφος

ποιητρόφος
ποιη-τρόφος, ον,
A = ποεσιτρόφος, Opp.C.1.460.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποιητρόφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητρόφος — ον, Α (για τόπο) χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”